- κορμόφυτα
- Συστηματικό άθροισμα, που περιλαμβάνει τα ανώτερα φυτά των οποίων το φυτικό σώμα συγκροτείται από γνήσιους ιστούς και ονομάζεται κορμός (βλ. λ.). Ο κορμός αποτελείται από διαφοροποιημένα μέρη: τη ρίζα (ή ριζικό σύστημα), τον βλαστό και τα φύλλα. Εκτός από τα ανθόφυτα ή αγγειόπερμα και τα γυμνόσπερμα, στα κ. περιλαμβάνονται επίσης τα πτεριδόφυτα, γιατί σε αυτά είναι τα αναφερθέντα μέρη, αν και λείπουν τα ανθοφόρα όργανα, με την κλασική έννοια του όρου. Αυτό επιτρέπει τη διάκριση σε κρυπτόγαμα και φανερόγαμα κ. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στα μέλη των λεμνιδών (μονοκοτυλήδονα), των κακτιδών (δικοτυλήδονα) και πολυάριθμων άλλων οικογενειών, τα τρία μέρη που συγκροτούν το σώμα ή κορμό μπορεί να είναι περιορισμένα ή σχεδόν ασήμαντα ή να έχουν υποκατασταθεί από άλλα όργανα με ανάλογες λειτουργίες. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, υπάρχει ένα αγωγό σύστημα διοχέτευσης του θρεπτικού χυμού σε όλα τα μέρη του κ., ενώ παρατηρείται διαφοροποίηση των ιστών, σε βαθμό ανάλογο με τον βαθμό εξέλιξης που χαρακτηρίζει τα κ.
Εγκάρσια τομή κορμού δικοτυλήδονου φυτού: α) φελλώδες στρώμα? β) φλοιός? γ) φλοίωμα? δ) ξύλωμα διακρινόμενο σε ετήσιους δακτύλιους? ε) εντεριώνη.
Μικροφωτογραφία εγκάρσιας τομής φυτού.
* * *ταβοτ. διαίρεση παλαιότερων συστημάτων ταξινόμησης, η οποία περιλαμβάνει όλα τα φυτά που έχουν φυτικό σώμα διαφοροποιημένο σε ρίζες, βλαστούς και φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cormophyta < cormo- (πρβλ. κορμός) + -phyta (πρβλ. φυτά)].
Dictionary of Greek. 2013.